- πτέρναι
- πτέρναhamfem nom/voc plπτέρνᾱͅ , πτέρναhamfem dat sg (doric aeolic)πτέρνηheelfem nom/voc plπτέρνᾱͅ , πτέρνηheelfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτέρνᾳ — πτέρναι , πτέρνα ham fem nom/voc pl πτέρνᾱͅ , πτέρνα ham fem dat sg (doric aeolic) πτέρναι , πτέρνη heel fem nom/voc pl πτέρνᾱͅ , πτέρνη heel fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτέρνα — η / πτέρνα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτέρνα Ν, και πτέρνη Α 1. το πίσω μέρος τού πέλματος τού ανθρώπινου ποδιού 2. το ευμέγεθες και ακραίο οστό τού ταρσού 3. συνεκδ. το πίσω μέρος υποδήματος, το τακούνι 4. (γενικά) η βάση διαφόρων πραγμάτων 5. φρ.… … Dictionary of Greek